- ὑπερφαίνεται
- ὑπερφαίνομαιappearpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερφαίνω — ΜΑ [φαίνω, φαίνομαι] (ενεργ και κυρίως το μέσ.) ὑπερφαίνομαι είμαι, αναδεικνύομαι ανώτερος από άλλον («οὐχ ὑψηλὸς ἐκεῑνος ὅς, ἂν μὴ καταβάλῃ τοὺς πλησίον, οὐχ ὑπερφαίνεται», Θεμιστ.) αρχ. 1. φανερώνομαι ή φαίνομαι πιο ψηλά ή πιο πάνω από κάτι (α … Dictionary of Greek